ἀμετάπτωτος

ἀμετάπτωτος
ἀμετά-πτωτος, ον,
A unchanging, unchangeable,

λόγοι μόνιμοι καὶ ἀ. Pl.Ti.29b

;

ἐπιστήμη Arist.Top.139b33

;

ἡ ἀρετή Id.MM 1209b13

, Stoic.1.50, etc.; κατάληψις ἀ. ὑπὸ λόγου Zenoib.1.20;

πίστεις Phld.Rh.1.378S.

([comp] Sup.).
b not losing its power, of medicine, Gal.12.422.
II of persons, Plu.2.659f. Adv.

-τως Id.Dio 14

, cf. Phld.Rh.1.158S., Polystr.p.29W.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμετάπτωτος — unchanging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάπτωτος — η, ο (Α ἀμετάπτωτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ά στερητ. + μεταπίπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία] …   Dictionary of Greek

  • αμετάπτωτος — η, ο επίρρ. α εκείνος του οποίου δε μειώθηκε η ένταση: Το ενδιαφέρον του κοινού κρατήθηκε αμετάπτωτο σ όλη την παράσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεταπτωτότατον — ἀμετάπτωτος unchanging masc acc superl sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτως — ἀμετάπτωτος unchanging adverbial ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάπτωτον — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτοις — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτου — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτους — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτων — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτῳ — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”